- προσαγωγή
- η, ΝΜΑ [προσάγω]1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού προσάγω, προσκόμιση2. το να οδηγείται κανείς ενώπιον κάποιου («προσαγωγή στον εισαγγελέα»)3. φρ. «εκ προσαγωγής» — με βαθμιαία προσθήκη, βαθμηδόννεοελλ.1. ναυτ. ορτσάρισμα2. φυσιολ. η κίνηση προσέγγισης ενός μέλους ή τμήματος μέλους τού σώματος προς το οβελιαίο επίπεδο τού σώματος3. φρ. α) «προσαγωγή τών ποδιών»(γυμναστ.) η ένωση τών πλάγιων εσωτερικών επιφανειών τών ποδιώνβ) «βίαιη προσαγωγή»(νομ.) καταναγκαστικό μέτρο που επιβάλλεται με έκδοση σχετικού εντάλματος κατά τού μάρτυρα που κλητεύθηκε νόμιμα και δεν εμφανίστηκε ενώπιον τού δικαστηρίουαρχ.1. προσέγγιση, πλησίασμα2. προσέλκυση, προσεταιρισμός («ξυμμάχων τε προσαγωγῇ καὶ Ἑλλήνων καὶ βαρβάρων», Θουκ.)3. προσφορά, παροχή4. προσθήκη, πρόσθεση5. προσβολή, επίθεση, έφοδος6. θρησκευτική πομπή7. εισδοχή σε κάτι8. επαύξηση9. αύξηση εισοδήματος10. επεξεργασία πλάκας που γίνεται με σκοπό την πλήρη εφαρμογή της σε άλλη11. φρ. α) «προσαγωγὴ νεῶν» — τόπος κατάλληλος για την προσόρμιση πλοίωνβ) «τόποι ὑψηλοὶ ἐκ προσαγωγῆς» — τόποι που ανυψώθηκαν βαθμιαία.
Dictionary of Greek. 2013.